κρέας — flesh neut nom/voc/acc sg κρέᾱς , κρέας flesh neut gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρέας — το, ατος 1. σάρκα ανθρώπου ή ζώου. 2. η σάρκα των σφαγίων. 3. φρ., «Tου κανες τα μούτρα κρέας» σημαίνει ότι δεν κατόρθωσες να τον κάνεις να ντραπεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεατώνω — [κρέας] 1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες τού σώματός μου («κρεατώσανε τ αρνιά») 2. (για πληγή) επουλώνομαι … Dictionary of Greek
κρειῶν — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεάων — κρέας flesh neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆς — κρέας flesh neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέα — κρέας flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέαος — κρέας flesh neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέασι — κρέας flesh neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)